Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῆς αἰσχύνης

См. также в других словарях:

  • εντρεπτικός — ἐντρεπτικός, ή, όν (AM) επιτιμητικός, επιπληκτικός μσν. επίρρ. ἐντρεπτικῶς επιτιμητικά, επιπληκτικά, ελεγκτικά αρχ. 1. αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεπτικόν η συναίσθηση τής αισχύνης, τής ντροπής …   Dictionary of Greek

  • αισχύνη — η (Α αἰσχύνη) 1. το συναίσθημα τής ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο) 2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος (μσν. αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο αρχ. 1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»